- αντιοικονομικός
- -ή, -ό1. αντίθετος με την έννοια ή τις αρχές της οικονομίας2. οικονομικά ασύμφορος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι-* + οικονομικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Νέα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δολομίτης — I Ορυκτό, διπλό ανθρακικό άλας του ασβεστίου και του μαγνησίου (CaCO3 MgCO3), με αναλογία 54,35% ανθρακικού ασβεστίου (CaCO3) και 45,65% ανθρακικού μαγνησίου (MgCO3). Όταν ένα μέρος του μαγνησίου υποκατασταθεί από σίδηρο (Fe), προκύπτει μια… … Dictionary of Greek